μαστοφόρος

μαστοφόρος
-α, -ο
αυτός που έχει μαστούς: Μαστοφόρα θηλαστικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαστοφόρος — α, ο 1. (για ζώα) αυτός που έχει μαστούς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστοφόρα ζωολ. τα θηλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + φόρος*. Η λ. στον πληθ. μαστοφόρα μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”